σκαφοειδῆ

σκαφοειδῆ
σκαφοειδής
like a bowl
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
σκαφοειδής
like a bowl
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
σκαφοειδής
like a bowl
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκαφοειδής — ές, ΝΑ αυτός που είναι όμοιος με σκάφη, που έχει σχήμα σκάφης ή λεκάνης, σκαφιδωτός, κοίλος («τὸν ἥλιον... σκαφοειδῆ, ὑπόκυρτον», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «σκαφοειδές οστό» ανατ. i) το μεγαλύτερο και το πιο έξω από τα τέσσερα οστά τού πρώτου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”